αποκλεισις

αποκλεισις
    ἀπόκλεισις
    ἀπό-κλεισις
    атт. ἀπόκλῃσις -εως ἥ запирание, преграждение
    

ἀ. τινός τῶν πυλῶν Thuc. — запирание ворот перед кем-л. или от кого-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποκλεισις" в других словарях:

  • απόκλεισις — ἀπόκλεισις κ. κλησις (Α) 1. το κλείσιμο (για να μην μπει κάποιος) 2. αποκλεισμός, εμπόδιο 3. (για τροφές) αποχή …   Dictionary of Greek

  • ἀπόκλεισις — a shutting up fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκλείσει — ἀπόκλεισις a shutting up fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποκλείσεϊ , ἀπόκλεισις a shutting up fem dat sg (epic) ἀπόκλεισις a shutting up fem dat sg (attic ionic) ἀποκλείω shut off from aor subj act 3rd sg (epic) ἀποκλείω shut off from fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκλῄσει — ἀπόκλεισις a shutting up fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποκλῄσεϊ , ἀπόκλεισις a shutting up fem dat sg (epic) ἀπόκλεισις a shutting up fem dat sg (attic ionic) ἀποκλείω shut off from aor subj act 3rd sg (attic epic) ἀποκλείω shut off from fut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκλείσεις — ἀπόκλεισις a shutting up fem nom/voc pl (attic epic) ἀπόκλεισις a shutting up fem nom/acc pl (attic) ἀποκλείω shut off from aor subj act 2nd sg (epic) ἀποκλείω shut off from fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκλῄσεις — ἀπόκλεισις a shutting up fem nom/voc pl (attic epic) ἀπόκλεισις a shutting up fem nom/acc pl (attic) ἀποκλείω shut off from aor subj act 2nd sg (attic epic) ἀποκλείω shut off from fut ind act 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκλείσιες — ἀπόκλεισις a shutting up fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόκλεισιν — ἀπόκλεισις a shutting up fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόκλῃσιν — ἀπόκλεισις a shutting up fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόκλησις — η βλ. απόκλεισις …   Dictionary of Greek

  • ἀποκλείσεως — ἀποκλείσεω̆ς , ἀπόκλεισις a shutting up fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»